αντράκλα — κ. αντράχλα κ. ανδράκλα, η κοινή ονομασία του φυτού πορτουλάκη ή λαχανηρά ή ολισθηρίς, αλλιώς κ. γλιστρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ανδράχλη < ανδράχνη, με ανομοίωση ή από συμφυρμό των αρχ. ουσ. ανδράχνη και ανδράχλη. Η ετυμολογία του αρχ. τύπου… … Dictionary of Greek
γλιστρίδα — και γλιστερίδα, η και γλιστρίδι, το (Μ γλιστρία, η) [γλιστρώ] 1. το φυτό ανδράχνη η λαχανηρά, αντράκλα 2. φρ. «έχει φάει γλιστρίδα» φλυαρεί ακατάσχετα … Dictionary of Greek
λαχανηρός — λαχανηρός, ά, όν (Α) 1. αυτός που ανήκει σε κάποιο είδος λαχάνων 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λαχανηρά τα λάχανα, τα λαχανικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < λάχανον + επίθημα ηρός (πρβλ. μοχθ ηρός, οκν ηρός)] … Dictionary of Greek
πορτουλάκα — και πάλ. τ. πορτουλάκη, η, Ν (βοτ) 1. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών τής οικογένειας πορτουλακίδες 2. φρ. «πορτουλάκη η λαχανηρά» λόγια ονομασία τού είδους Portulaca oleracea, που απαντά αυτοφυές ή καλλιεργούμενο στην Ελλάδα και είναι γνωστό … Dictionary of Greek